Control Data Corporation

 

Ιστορικό σημείωμα                                                                                                                                                                                                                                                             

 

Η Control Data Corporation ιδρύθηκε στις 8 Ιουλίου του 1957 στη Minneapolis της Minnesota. Εξελίχθηκε γρήγορα και τελικά έγινε η μεγαλύτερη εταιρία υπολιγιστών στη Minnesota σε προσωπικό και ετήσιες απολαβές. Η εταιρία κατασκεύασε μερικούς από τους γρηγορότερους υπολογιστές της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του CDC 6600 του Seymour Cray που θεωρείται ο πρώτος υπερυπολογιστής. Ο William Norris ήταν πρόεδρος και CEO της εταιρίας από το ξεκίνημά της το 1957 μέχρι το 1986. Το 1992, η Control Data Corporation έπαψε να λειτουργεί και χωρίστηκε σε δύο εταιρίες: Ceridian και Control Data Systems Inc.

 

 

Η Control Data CorporationCDC) είναι μία από τις πρωτοποριακές  εταιρίες υπερυπολογιστών. Για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1960 κατασκεύασαν μακράν τους γρηγορότερους υπολογιστές στον κόσμο, για να χάσουν αυτή τη βασιλεία τους μέσα στο 1970. Ήταν κάποτε καλά γνωστοί και σε υψηλή εκτίμηση, αλλά σήμερα έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί.

Η CDC αρχικά σχηματίστηκε από δεκατρία μέλη του τμήματος υπολογιστών της Sperry Rand Univac. Ήταν αρχικά τα ιδρυτικά μέλη μίας άλλης εταιρίας, της Engineering Research Associates, που είχε σχηματιστεί για να κατασκευάσει μηχανήματα σπασίματος κωδίκων για το  Πολεμικό Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εταιρία αγοράστηκε από την Sperry Rand το 1952 μετά από μια σειρά συζητήσεων για την «κατοχή» της ERA από το Πολεμικό Ναυτικό, και η Sperry γρήγορα χρησιμοποίησε τα drum memory προϊόντα της αλλού. Λίγο αργότερα ο πυρήνας της ομάδας της ERA δεν ανέχτηκε περισσότερα από την Sperry Rand και αποχώρησε.

Από τα μέλη που σχημάτισαν την CDC, ο William Norris ήταν η ομόφωνη επιλογή να γίνει CEO (Ανώτατο Στέλεχος Επιχείρησης), και ο Seymour Cray αρχιμηχανικός. Η CDC αρχισε το εμπόριο πουλώντας υλικά, κυρίως συστήματα drum, σε άλλες εταιρίες.

Στο μεταξύ σχεδίαζαν επίσης τον δικό τους υπολογιστή υπό τη καθοδήγηση του Cray. Αυτό το μοντέλο βγήκε τελικά στην αγορά ως CDC 1604 το 1958, με το πρώτο να παραδίδεται στο Πολεμικό Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών το 1960. Εκείνη την περίοδο ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς υπολογιστές στον κόσμο και ταυτόχρονα ένας από τους πρώτους που κατασκευάστηκαν κυρίως από transistors.

Ωστόσο αυτή ήταν μόνο η αρχή. Ο Cray είχε ήδη προχωρήσει στο επόμενο σχέδιο από το οποίο θα γεννιόταν ο CDC 6600, ένα μηχάνημα πολύ μεγαλύτερων δυνατοτήτων. Ο 6600 είχε έναν απλό CPU, αλλά χρησιμοποιούσε μια σειρά εξωτερικών I/O επεξεργαστών για να διεκπεραιώσει πολλές κοινές εργασίες. Με αυτόν τον τρόπο ο CPU θα μπορούσε να αφιερώσει όλο του τον χρόνο και τα κυκλώματα στο να επεξεργάζεται δεδομένα ενώ άλλοι ελεγκτές θα αντιμετώπιζαν τετριμμένες εργασίες που διαφορετικά θα καθυστερούσαν τον CPU.

Ο 6600 ξεπέρασε πλήρως σε δυνατότητες όλα τα μηχανήματα στην αγορά, χαρακτηριστικά πάνω από δέκα φορές. Διατήρησε αυτή την πρωτιά μέχρι το 1969 όταν τελικά ξεπεράστηκε από τον ίδιο του τον σχεδιαστή. Χρησιμοποιώντας τελευταία μοντέλα μεταγλωτιστών το μηχάνημα εξακολουθεί να συσσωρεύει .5 MFlops, πράγμα εντυπωσιακό λαμβάνωντας υπόψη ότι είναι περίπου 30 χρονών.

Ήταν σε αυτό το σημείο που η IBM έδωσε προσοχή. Εκείνο το διάστημα ο Thomas Watson έθεσε το εξής ερώτημα (παραφρασμένο) πως είναι δυνατόν αυτή η μικροσκοπική εταιρία των 20 ατόμων να υπερτερεί σε σχέση με εμάς ενώ έχουμε χιλιάδες ανθρώπους; , στο οποίο ο Cray απάντησε, μόλις απάντησες στο ίδιο σου το ερώτημα.

Το 1965 η IBM ξεκίνησε μία προσπάθεια να κατασκευάσει το δικό της μηχάνημα το οποίο θα ήταν ακόμα γρηγορότερο απο τον 6600, τον ASCC. 200 άνθρωποι είχαν σταλεί στη δυτική ακτή για να τρέξουν αυτό το έργο μακρυά από εταιρικά κεντρίσματα, στο σημείο αυτό όμως τίποτα δεν έγινε. Ο ASCC τελικά ακυρώθηκε το 1969 αφού δεν παράχθηκε τίποτα, και 190 από τους 200 υπαλλήλους έμειναν στη δυτική ακτή από για να μην υποφέρουν το να ξανακληθούν στην  IBM στη Νέα Υόρκη.

Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα η IBM βγήκε στο προσκήνιο και ανακοίνωσε μία νέα έκδοση του φημισμένου System/360 που θα ήταν εξίσου γρήγορος με τον 6600. Αυτό το μηχάνημα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη μείωση των πωλήσεων του 6600 καθώς ο κόσμος το περίμενε να βγει στην αγορά – μία τακτική γνωστή σημερα ως FUD (Φόβος, Αβεβαιότητα και Αμφιβολία) και πιο συχνά συνδεδεμένη με τη Microsoft. Ο Norris δεν άφησε αυτή την ψευδολογία, και ένα χρόνο αργότερα κατέθεσε αγωγή δυσπιστίας ενάντια στην IBM, κερδίζοντας τελικά πάνω από 600 εκατομμύρια δολλάρια και συλλέγοντας στην πορεία διάφορα κομμάτια της αυτοκρατορίας της IBM.

Τον ίδιο μήνα ανακοίνωσαν επίσης το δικό τους νέο μηχάνημα, τον CDC 7600. Ο Cray είχε ήδη ξεκινήσει το συγκεκριμένο σχέδιο νωρίτερα κάτι που συντέλεσε στην τελειοποίησή του. Αυτό το μηχάνημα έτρεχε με περίπου πέντε φορές την ταχύτητα του 6600, ωστόσο ήταν σχεδόν απόλυτα συμβατό με προηγούμενες εκδόσεις. Μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης ταχύτητας οφειλόταν σε εκτενή χρήση σωλήνωσης, μία τεχνική που επιτρέπει διαφορετικά μέρη του CPU να δουλεύουν πάνω σε διαφορετικά μέρη της εντολής επεξεργασίας ταυτόχρονα.

Για άλλη μια φορά ο Cray είχε ξεκινήσει το επόμενο μοντέλο πριν ακόμα σταλεί το τελευταίο. Ο CDC 8600 επρόκειτο να είναι μία τεσσάρων επεξεργαστών μονάδα σε θήκη μικρότερη από αυτή του 7600, με το μικρότερο μέγεθος να επιτρέπει μικρότερες καθυστερήσεις και γργορότερο κύκλο ρολογιού. Ωστόσο κατά το 1972 ο Cray άρχιζε να χάνει το ενδιαφέρον του να δουλεύει για μία πλέον πολύ μεγάλη εταιρία, έτσι έφυγε για να σχηματίσει την Cray Research. Ο Norris παρέμεινε αφοσιωμένος υποστηρικτής του Cray και επιπλέον επένδυσε χρήματα στην καινούρια του εταιρία.

Παράλληλα με την προσπάθεια του 8600, η CDC είχε σε εξέλιξη ένα άλλο μοντέλο ονομαζόμενο Star. Ανόμοια με τη λύση του 8600, «βάλε τέσσερα 7600 σε ένα κουτί», για το πρόβλημα της ταχύτητας, το Star ήταν ένα νέο μοντέλο που χρησιμοποιούσε μία τεχνική σ΄ξμερα γνωστή ως vector processor. Τελικά ο 8600 ακυρώθηκε το 1974, και ο Star θα συνέχιζε για να γίνει ο Cyber 200. Αρκετές αναβαθμίσεις εκδόθηκαν για τον Cyber κατά τη δεκαετία του 1970.

Από εκεινη την περίοδο όμως τα μοντέλα του ίδιου του Cray όπως το Cray-1 χρησιμοποιούσαν τις ίδιες σχεδιαστικές τεχνικές με αυτές του Cyber, κάνοντάς το όμως πολύ γρηγοροτερα. Στο μεταξύ διάφορες πολύ μεγάλες Ιαπωνικές βιομηχνικές εταιρίες εισέρχονταν επίσης στην αγορά. Η αγορά των υπερυπολογιστών ήταν πολύ μικρή για να αντέξει παρά μόνο λίγους ανταγωνιστές, έτσι η CDC άρχισε να ψάχνει για άλλες αγορές. Το 1992, η αρχική Control Data Corporation έπαψε να υπάρχει ως κατασκευάστρια hardware υπολογιστων και έγινε γνωστή ως Control Data Systems, Inc., με την άσχετη πλέον με υπολογιστές επιχείρηση να γίνεται στη συνέχεια η Ceridian.

 

CDC Χρονοδιάγραμμα Προϊόντων

 

1604 -- Απρίλιος 1958

160 -- Δεκέμβριος 1959

160-A -- Απρίλιος 1961

1604-A -- Μάιος 1962

3600 -- Μάιος 1962

6600 -- Ιούλιος 1962

3200 -- Σεπτέμβριος 1962

3400 -- Ιανουάριος 1964

3100 -- Οκτώβριος 1964

6400 -- Δεκέμβριος 1964

1700 -- Οκτώβριος 1965

3300 -- Νοέμβριος 1965

3500Νοέμβριος 1965

6500 -- Μάρτιος 1967

7600 -- Δεκέμβριος 1968

Star 100 -- Σεπτέμβριος 1970

Cyber 70 Series -- Μάρτιος 1971

Cyber 170 Series -- Απρίλιος 1974

Cyber 170 Series 700 -- Απρίλιος 1979

Cyber 203 -- Ιανουάριος 1979

Cyber 205 -- Ιούνιος 1980

Cyber 170 Series 800 -- Απρίλιος 1982

 

 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

 

http://www.statemaster.com/encyclopedia/Control-Data-Corporation

 

http://research.microsoft.com/en-us/um/people/gbell/craytalk/index.htm

 

http://www.computerhistory.org/brochures/companies.php?alpha=a-c&company=com-42b9d5af185f1

 

http://www.cray-cyber.org/memory/cdc.php

 

http://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Control_Data_Corporation